- ὑπερέχωμεν
- ὑπερέχωhold overpres subj act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερφαλάγγιση — η / ὑπερφαλάγγησις, ήσεως, ΝΜΑ και υπερφαλαγγίωσις και ύπερφαλάγγωσις Α [υπερφαλαγγίζω / ὑπερφαλαγγῶ] η επέκταση τής φάλαγγας στρατιωτικής παράταξης για να κυκλωθούν τα άκρα τής εχθρικής, υπερκέραση, περικύκλωση (α. «η υπερφαλάγγιση τών εχθρικών… … Dictionary of Greek